Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piombatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjombaˈtura]

1 μολυβένια σφραγίδα
2 μολύβι σφραγίσματος
3 σφράγισμα με μολύβι
4 σφράγισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piombatoio piombico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piombaggine (θηλ.ουσ)
piombare (ρ.αμτβ.)
piombare (ρ. μτβ.)
piombatoia (θηλ.ουσ)
piombatoio (ουσ αρσ )
piombatura (θηλ.ουσ)
piombico (επίθ.)
piombifero (επίθ.)
piombino (ουσ αρσ )
piombo (ουσ αρσ )
piomboso (επίθ.)
pione (ουσ αρσ )
pioniere (ουσ αρσ )
pionierismo (ουσ αρσ )
pionieristico (επίθ.)
pioppaia (θηλ.ουσ)
pioppeto (ουσ αρσ )
pioppicolo (επίθ.)
pioppicoltore (ουσ αρσ )
pioppicoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---