Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpioppéto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjopˈpeto] 1 ξύλο λεύκας 2 φυτεία με λεύκες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |