Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piòvere  
ρήμα απρόσωπο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɔvere]

βρέχει, ρίχνει βροχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piovasco piovigginare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


piove = βρέχει || piove a catinelle = βρέχει νε το τουλούμι || piovere a dirotto = βρέχει καταρρακτωδώς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piorroico (επίθ.)
piota (θηλ.ουσ)
piotare (ρ. μτβ.)
piovano (επίθ.)
piovasco (ουσ αρσ )
piovere (ρ. απρ.)
piovigginare (ρ.αμτβ.)
pioviggine (θηλ.ουσ)
piovigginoso (επίθ.)
piovischio (ουσ αρσ )
pioviscolare (ρ.αμτβ.)
piovosità (θηλ.ουσ)
piovoso (επίθ.)
piovra (θηλ.ουσ)
pipa (θηλ.ουσ)
pipare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pipata (θηλ.ουσ)
pipatore (ουσ αρσ )
piperacee (θηλ. ουσ πληθ.)
piperno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---