Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiòvere
ρήμα απρόσωπο Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɔvere] βρέχει, ρίχνει βροχή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpiove = βρέχει || piove a catinelle = βρέχει νε το τουλούμι || piovere a dirotto = βρέχει καταρρακτωδώς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |