Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìpa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpipa]

το τσιμπούκι, η πίπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piovra pipare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piovischio (ουσ αρσ )
pioviscolare (ρ.αμτβ.)
piovosità (θηλ.ουσ)
piovoso (επίθ.)
piovra (θηλ.ουσ)
pipa (θηλ.ουσ)
pipare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pipata (θηλ.ουσ)
pipatore (ουσ αρσ )
piperacee (θηλ. ουσ πληθ.)
piperno (ουσ αρσ )
pipetta (θηλ.ουσ)
pipi (θηλ.ουσ)
pipiare (ρ.αμτβ.)
pipistrello (ουσ αρσ )
pipita (θηλ.ουσ)
pippolo (ουσ αρσ )
pira (θηλ.ουσ)
piramidale (επίθ.)
piramide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---