Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìppolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpippolo] 1 εξάνθημα 2 ρόγα 3 σπειρί 4 ρώγα σταφυλιού 5 βλατίδα 6 μικρή φλύκταινα 7 σπιθουράκι 8 κόκκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |