Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiraterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pirateˈria] 1 ληστεία 2 κλοπή 3 πειρατεία 4 κλεψιτυπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |