Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pirìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [piˈrite]

σιδηροπυρίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piriforme piritico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piretoterapia (θηλ.ουσ)
piretro (ουσ αρσ )
pirico (επίθ.)
piridina (θηλ.ουσ)
piriforme (επίθ.)
pirite (θηλ.ουσ)
piritico (επίθ.)
piro (ουσ αρσ )
piroclasi (θηλ.ουσ)
piroclastico (επίθ.)
piroelettricità (θηλ.ουσ)
piroelettrico (επίθ.)
piroetta (θηλ.ουσ)
piroettare (ρ.αμτβ.)
pirofila (θηλ.ουσ)
pirofilo (επίθ.)
pirofobia (θηλ.ουσ)
pirofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
piroforico (επίθ.)
piroforo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---