Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pipìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [piˈpita]

1 παρωνυχίδα
2 κόρυζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pipistrello pippolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piperno (ουσ αρσ )
pipetta (θηλ.ουσ)
pipi (θηλ.ουσ)
pipiare (ρ.αμτβ.)
pipistrello (ουσ αρσ )
pipita (θηλ.ουσ)
pippolo (ουσ αρσ )
pira (θηλ.ουσ)
piramidale (επίθ.)
piramide (θηλ.ουσ)
piramidone (ουσ αρσ )
piranha (ουσ αρσ )
pirata (ουσ αρσ )
pirateggiare (ρ.αμτβ.)
pirateria (θηλ.ουσ)
piratesco (επίθ.)
piratico (επίθ.)
pireliometro (ουσ αρσ )
pirenaico (επίθ.)
Pirenei (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---