Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpira] 1 σορός για κάψιμο 2 εκτέλεση δια πυράς 3 νεκρική πυρά 4 πυρά εκτέλεσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |