Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piovàsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjoˈvasko]

1 σπιλιάδα
2 μπουρίνι
3 ριπές ανέμου με βροχή
4 ανεμοβρόχι
5 λαίλαπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piovano piovere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piorrea (θηλ.ουσ)
piorroico (επίθ.)
piota (θηλ.ουσ)
piotare (ρ. μτβ.)
piovano (επίθ.)
piovasco (ουσ αρσ )
piovere (ρ. απρ.)
piovigginare (ρ.αμτβ.)
pioviggine (θηλ.ουσ)
piovigginoso (επίθ.)
piovischio (ουσ αρσ )
pioviscolare (ρ.αμτβ.)
piovosità (θηλ.ουσ)
piovoso (επίθ.)
piovra (θηλ.ουσ)
pipa (θηλ.ουσ)
pipare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pipata (θηλ.ουσ)
pipatore (ουσ αρσ )
piperacee (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---