Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiovàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjoˈvasko] 1 σπιλιάδα 2 μπουρίνι 3 ριπές ανέμου με βροχή 4 ανεμοβρόχι 5 λαίλαπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |