Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piòppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɔppo]

η λεύκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pioppino piorrea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pioppeto (ουσ αρσ )
pioppicolo (επίθ.)
pioppicoltore (ουσ αρσ )
pioppicoltura (θηλ.ουσ)
pioppino (αρσ. επίθ και ουσ)
pioppo (ουσ αρσ )
piorrea (θηλ.ουσ)
piorroico (επίθ.)
piota (θηλ.ουσ)
piotare (ρ. μτβ.)
piovano (επίθ.)
piovasco (ουσ αρσ )
piovere (ρ. απρ.)
piovigginare (ρ.αμτβ.)
pioviggine (θηλ.ουσ)
piovigginoso (επίθ.)
piovischio (ουσ αρσ )
pioviscolare (ρ.αμτβ.)
piovosità (θηλ.ουσ)
piovoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---