ItalianoGreco


piombàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pjomˈbare]

επιπίπτω

piombàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pjomˈbare]

1 ασφαλίζω από διαρροές
2 βουλώνω
3 ασφαλίζω με σφραγίδα
4 κλείνω αεροστεγώς
5 σφραγίζω με μολύβι
6 σφραγίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---