Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiombóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjomˈboso], [pjomˈbozo] 1 μολυβδούχος 2 μολυβδούχος (με σθένος 2) 3 χρώματος μολυβί 4 μολυβδούχος (με σθένος 4) 5 μολυβδόχρους 6 μολυβένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |