Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piómbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjombo]

το μολύβι, ο μόλυβδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piombino piomboso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


benzina [θηλ.] senza piombo = η αμόλυβδη; η αμόλυβδη βενζίνη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piombatoio (ουσ αρσ )
piombatura (θηλ.ουσ)
piombico (επίθ.)
piombifero (επίθ.)
piombino (ουσ αρσ )
piombo (ουσ αρσ )
piomboso (επίθ.)
pione (ουσ αρσ )
pioniere (ουσ αρσ )
pionierismo (ουσ αρσ )
pionieristico (επίθ.)
pioppaia (θηλ.ουσ)
pioppeto (ουσ αρσ )
pioppicolo (επίθ.)
pioppicoltore (ουσ αρσ )
pioppicoltura (θηλ.ουσ)
pioppino (αρσ. επίθ και ουσ)
pioppo (ουσ αρσ )
piorrea (θηλ.ουσ)
piorroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---