Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pinzòchero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pinˈtsɔkero]

1 θρησκομανής αγύρτης
2 θρησκομανής
3 θρησκόληπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pinzimonio pio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pinzata (θηλ.ουσ)
pinzatura (θηλ.ουσ)
pinzetta (θηλ. ουσ πληθ.)
pinzillacchera (θηλ.ουσ)
pinzimonio (ουσ αρσ )
pinzochero (ουσ αρσ )
pio (επίθ.)
pio (ονοματ.)
piogenesi (θηλ.ουσ)
piogenico (επίθ.)
pioggerella (θηλ.ουσ)
pioggia (θηλ.ουσ)
piolo (ουσ αρσ )
piombaggine (θηλ.ουσ)
piombare (ρ.αμτβ.)
piombare (ρ. μτβ.)
piombatoia (θηλ.ουσ)
piombatoio (ουσ αρσ )
piombatura (θηλ.ουσ)
piombico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---