Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpinéto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piˈneto] 1 πευκόξυλο 2 πευκιάς 3 πευκοδάσος 4 πευκώνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |