Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pindàrico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pinˈdariko]

πινδάρειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pinco Pindaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pinacoide (ουσ αρσ )
pinacoteca (θηλ.ουσ)
pinastro (ουσ αρσ )
pince–nez (ουσ αρσ )
pinco (ουσ αρσ )
pindarico (αρσ. επίθ και ουσ)
Pindaro (κύρ.όν. αρσ.)
pineale (επίθ.)
pineta (θηλ.ουσ)
pineto (ουσ αρσ )
ping–pong (ουσ αρσ )
pingue (επίθ.)
pinguedine (θηλ.ουσ)
pinguino (ουσ αρσ )
pinifero (επίθ.)
pinna (θηλ.ουσ)
pinnacolo (ουσ αρσ )
pinnipede (επίθ.)
pinnipedi (ουσ αρσ πληθ.)
pinnula (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---