Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedigree (ουσ αρσ ) pèggio (ουσ αρσ )
pedilùvio (ουσ αρσ ) pèggio (επίθ.)
pedìna (θηλ.ουσ) pèggio (επίρ.)
pedinaménto (ουσ αρσ ) peggioraménto (ουσ αρσ )
pedinàre (ρ. μτβ.) peggioràre (ρ.αμτβ.)
pedissequaménte (επίρ.) peggioràre (ρ. μτβ.)
pedìssequo (αρσ. επίθ και ουσ) peggioratìvo (ουσ αρσ )
pedivèlla (θηλ.ουσ) peggioratìvo (επίθ.)
pèdo (ουσ αρσ ) peggióre (ουσ αρσ )
pedocèntrico (επίθ.) peggióre (επίθ.)
pedofilìa (θηλ.ουσ) pégno (ουσ αρσ )
pedologìa (θηλ.ουσ) pégola (θηλ.ουσ)
pedòmetro (ουσ αρσ ) peignoir (ουσ αρσ )
pedonàle (επίθ.) pelàgico (επίθ.)
pedonalizzàre (ρ. μτβ.) pèlago (ουσ αρσ )
pedonalizzazióne (θηλ.ουσ) pelàme (ουσ αρσ )
pedóne (ουσ αρσ ) pelandróne (ουσ αρσ )
pedùccio (ουσ αρσ ) pelapatàte (ουσ αρσ )
pedùle, pèdule (ουσ αρσ ) pelàre (ρ. μτβ.)
peduncolàre (επίθ.) pelarsi (ρ.μ. (αντων.))
peduncolàto (επίθ.) pelargònio (ουσ αρσ )
pedùncolo (ουσ αρσ ) pelàsgico (επίθ.)
peeling (ουσ αρσ ) pelàta (θηλ.ουσ)
pegasèo (επίθ.) pelàto (ουσ αρσ )
pègaso (ουσ αρσ ) pelàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: