Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peggioratìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pedʤoraˈtivo]

μειωτική λέξη (γραμματική)

peggioratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pedʤoraˈtivo]

1 εξευτελιστικός
2 υποτιμητικός
3 δυσφημιστικός
4 μειωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peggiorare peggiore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peggio (επίθ.)
peggio (επίρ.)
peggioramento (ουσ αρσ )
peggiorare (ρ.αμτβ.)
peggiorare (ρ. μτβ.)
peggiorativo (ουσ αρσ )
peggiorativo (επίθ.)
peggiore (ουσ αρσ )
peggiore (επίθ.)
pegno (ουσ αρσ )
pegola (θηλ.ουσ)
peignoir (ουσ αρσ )
pelagico (επίθ.)
pelago (ουσ αρσ )
pelame (ουσ αρσ )
pelandrone (ουσ αρσ )
pelapatate (ουσ αρσ )
pelare (ρ. μτβ.)
pelarsi (ρ.μ. (αντων.))
pelargonio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---