Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peignoir  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peɲˈɲwar]

1 ρόμπα
2 ρόμπα μπάνιου
3 πρωινό γυναικείο ρούχο
4 πεὶνουάρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pegola pelagico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peggiorativo (επίθ.)
peggiore (ουσ αρσ )
peggiore (επίθ.)
pegno (ουσ αρσ )
pegola (θηλ.ουσ)
peignoir (ουσ αρσ )
pelagico (επίθ.)
pelago (ουσ αρσ )
pelame (ουσ αρσ )
pelandrone (ουσ αρσ )
pelapatate (ουσ αρσ )
pelare (ρ. μτβ.)
pelarsi (ρ.μ. (αντων.))
pelargonio (ουσ αρσ )
pelasgico (επίθ.)
pelata (θηλ.ουσ)
pelato (ουσ αρσ )
pelato (επίθ.)
pelatoio (ουσ αρσ )
pelatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---