ItalianoGreco


pelandróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pelanˈdrone]

1 ρεμπεσκές
2 αρχιτεμπέλης
3 τεμπελχανάς
4 κοπρόσκυλο
5 τεμπελόσκυλο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---