Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pelatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pelaˈtura]

1 κοντό κούρεμα
2 ξύρισμα
3 ξεφλούδισμα
4 ξεπουπούλιασμα
5 καθαρισμός δέρματος
6 μάδημα
7 αποτρίχωση
8 γδάρσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pelatrice pellaccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pelata (θηλ.ουσ)
pelato (ουσ αρσ )
pelato (επίθ.)
pelatoio (ουσ αρσ )
pelatrice (θηλ.ουσ)
pelatura (θηλ.ουσ)
pellaccia (θηλ.ουσ)
pellagra (θηλ.ουσ)
pellagroso (ουσ αρσ )
pellagroso (επίθ.)
pellaio (ουσ αρσ )
pellame (ουσ αρσ )
pelle (θηλ.ουσ)
pellegrina (θηλ.ουσ)
pellegrinaggio (ουσ αρσ )
pellegrinare (ρ.αμτβ.)
pellegrino (ουσ αρσ )
pellegrino (επίθ.)
pellerossa (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pelletteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---