Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pellegrinàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pellegriˈnadʤo]

το προσκύνημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellegrina pellegrinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pellagroso (επίθ.)
pellaio (ουσ αρσ )
pellame (ουσ αρσ )
pelle (θηλ.ουσ)
pellegrina (θηλ.ουσ)
pellegrinaggio (ουσ αρσ )
pellegrinare (ρ.αμτβ.)
pellegrino (ουσ αρσ )
pellegrino (επίθ.)
pellerossa (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pelletteria (θηλ.ουσ)
pellettiere (ουσ αρσ )
pellicano (ουσ αρσ )
pellicceria (θηλ.ουσ)
pelliccia (θηλ.ουσ)
pellicciaio (ουσ αρσ )
pellicciame (ουσ αρσ )
pellicola (θηλ.ουσ)
pellicolare (επίθ.)
pellucidità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---