Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpellicciàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pellitˈʧajo] 1 έμπορος γουναρικών 2 τεχνίτης κατεργασίας γουναρικών 3 γουναράς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |