Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeloponnesìaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peloponneˈziako] Πελοποννήσιος peloponnesìaco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [peloponneˈziako] ο της Πελοποννήσου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |