Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pellìcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pelˈlikola]

το φιλμ, η ταινία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellicciame pellicolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pellicano (ουσ αρσ )
pellicceria (θηλ.ουσ)
pelliccia (θηλ.ουσ)
pellicciaio (ουσ αρσ )
pellicciame (ουσ αρσ )
pellicola (θηλ.ουσ)
pellicolare (επίθ.)
pellucidità (θηλ.ουσ)
pellucido (επίθ.)
pelo (ουσ αρσ )
peloponnesiaco (ουσ αρσ )
peloponnesiaco (επίθ.)
Peloponneso (κύρ.όν. αρσ.)
pelosità (θηλ.ουσ)
peloso (αρσ. επίθ και ουσ)
peltasta (ουσ αρσ )
peltato (επίθ.)
peltraio (ουσ αρσ )
peltro (ουσ αρσ )
peluche (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---