Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pélo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpelo]

1 (singolo) η τρίχα
2 (pelame) το τρίχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellucido peloponnesiaco  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per un pelo = παρά τρίχα || sacco [αρσ.] a pelo = ο σάκος ύπνου, ο υπνόσακος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pellicciame (ουσ αρσ )
pellicola (θηλ.ουσ)
pellicolare (επίθ.)
pellucidità (θηλ.ουσ)
pellucido (επίθ.)
pelo (ουσ αρσ )
peloponnesiaco (ουσ αρσ )
peloponnesiaco (επίθ.)
Peloponneso (κύρ.όν. αρσ.)
pelosità (θηλ.ουσ)
peloso (αρσ. επίθ και ουσ)
peltasta (ουσ αρσ )
peltato (επίθ.)
peltraio (ουσ αρσ )
peltro (ουσ αρσ )
peluche (ουσ αρσ και θηλ.)
peluria (θηλ.ουσ)
pelvi (θηλ.ουσ)
pelvico (επίθ.)
pelvimetria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---