Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pélle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpelle]

το δέρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellame pellegrina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere la pelle d'oca = ανατριχιάζω || di pelle = δερμάτινος [-η, -ο] || pelle [θηλ.] di daino = το δέρμα ζαρκαδιού || pelle [θηλ.] e ossa [θηλ. πλυθ.] = πετσί και κόκκαλο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pellagra (θηλ.ουσ)
pellagroso (ουσ αρσ )
pellagroso (επίθ.)
pellaio (ουσ αρσ )
pellame (ουσ αρσ )
pelle (θηλ.ουσ)
pellegrina (θηλ.ουσ)
pellegrinaggio (ουσ αρσ )
pellegrinare (ρ.αμτβ.)
pellegrino (ουσ αρσ )
pellegrino (επίθ.)
pellerossa (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pelletteria (θηλ.ουσ)
pellettiere (ουσ αρσ )
pellicano (ουσ αρσ )
pellicceria (θηλ.ουσ)
pelliccia (θηλ.ουσ)
pellicciaio (ουσ αρσ )
pellicciame (ουσ αρσ )
pellicola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---