Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pellegrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pelleˈgrino]

1 κακός ποδοσφαιριστής (αργκό φιλάθλων)
2 οδοιπόρος
3 προσκυνητής
4 πιστός που πάει για προσκύνημα
5 χατζής
6 στρατολάτης
7 διαβάτης
8 στρατοκόπος
9 πεζοπόρος

pellegrìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pelleˈgrino]

1 ξενόφερτος
2 ξένος
3 ξενότροπος
4 παρατραβηγμένος
5 πρωτόγνωρος
6 άγνωστος
7 πλανόδιος
8 πλάνης
9 περιπλανώμενος
10 περιφερόμενος
11 ξενικός
12 μη περιοριζόμενος σε περιοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellegrinare pellerossa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pellame (ουσ αρσ )
pelle (θηλ.ουσ)
pellegrina (θηλ.ουσ)
pellegrinaggio (ουσ αρσ )
pellegrinare (ρ.αμτβ.)
pellegrino (ουσ αρσ )
pellegrino (επίθ.)
pellerossa (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pelletteria (θηλ.ουσ)
pellettiere (ουσ αρσ )
pellicano (ουσ αρσ )
pellicceria (θηλ.ουσ)
pelliccia (θηλ.ουσ)
pellicciaio (ουσ αρσ )
pellicciame (ουσ αρσ )
pellicola (θηλ.ουσ)
pellicolare (επίθ.)
pellucidità (θηλ.ουσ)
pellucido (επίθ.)
pelo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---