Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpellagróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pellaˈgroso], [pellaˈgrozo] άρρωστος με πελλάγρα pellagróso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pellaˈgroso], [pellaˈgrozo] 1 πελλαγροειδής 2 προσβεβλημένος από πελλάγρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |