Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pellagróso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pellaˈgroso], [pellaˈgrozo]

άρρωστος με πελλάγρα

pellagróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pellaˈgroso], [pellaˈgrozo]

1 πελλαγροειδής
2 προσβεβλημένος από πελλάγρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pellagra pellaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pelatoio (ουσ αρσ )
pelatrice (θηλ.ουσ)
pelatura (θηλ.ουσ)
pellaccia (θηλ.ουσ)
pellagra (θηλ.ουσ)
pellagroso (ουσ αρσ )
pellagroso (επίθ.)
pellaio (ουσ αρσ )
pellame (ουσ αρσ )
pelle (θηλ.ουσ)
pellegrina (θηλ.ουσ)
pellegrinaggio (ουσ αρσ )
pellegrinare (ρ.αμτβ.)
pellegrino (ουσ αρσ )
pellegrino (επίθ.)
pellerossa (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pelletteria (θηλ.ουσ)
pellettiere (ουσ αρσ )
pellicano (ουσ αρσ )
pellicceria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---