Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpèlago
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛlago] 1 πλήθος 2 πέλαο 3 ανοιχτή θάλασσα 4 ανθρωποθάλασσα 5 πέλαγος 6 ωκεανός 7 πέλαγο 8 πόντος 9 θάλασσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |