Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pelàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈlare]

1 (sbucciare) ξεφλουδίζω
2 (sbancare) μαδώ

pelarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [peˈlarsi]

1 χάνω τα μαλλιά μου
2 φαλακραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pelapatate pelargonio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pelagico (επίθ.)
pelago (ουσ αρσ )
pelame (ουσ αρσ )
pelandrone (ουσ αρσ )
pelapatate (ουσ αρσ )
pelare (ρ. μτβ.)
pelarsi (ρ.μ. (αντων.))
pelargonio (ουσ αρσ )
pelasgico (επίθ.)
pelata (θηλ.ουσ)
pelato (ουσ αρσ )
pelato (επίθ.)
pelatoio (ουσ αρσ )
pelatrice (θηλ.ουσ)
pelatura (θηλ.ουσ)
pellaccia (θηλ.ουσ)
pellagra (θηλ.ουσ)
pellagroso (ουσ αρσ )
pellagroso (επίθ.)
pellaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---