Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peggióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pedˈʤore]

το χειρότερο

peggióre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pedˈʤore]

χειρότερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peggiorativo pegno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peggioramento (ουσ αρσ )
peggiorare (ρ.αμτβ.)
peggiorare (ρ. μτβ.)
peggiorativo (ουσ αρσ )
peggiorativo (επίθ.)
peggiore (ουσ αρσ )
peggiore (επίθ.)
pegno (ουσ αρσ )
pegola (θηλ.ουσ)
peignoir (ουσ αρσ )
pelagico (επίθ.)
pelago (ουσ αρσ )
pelame (ουσ αρσ )
pelandrone (ουσ αρσ )
pelapatate (ουσ αρσ )
pelare (ρ. μτβ.)
pelarsi (ρ.μ. (αντων.))
pelargonio (ουσ αρσ )
pelasgico (επίθ.)
pelata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---