Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeggioraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pedʤoraˈmento] 1 αγρίεμα 2 επιδείνωση 3 επίταση 4 χειροτέρεμα 5 χειροτέρευση 6 εκτράχυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |