Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

1 το πιο κακό
2 το χειρότερο

pèggio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

χειρότερος (-η, -ο)

pèggio  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

χειρότερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pegaso peggioramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peduncolato (επίθ.)
peduncolo (ουσ αρσ )
peeling (ουσ αρσ )
pegaseo (επίθ.)
pegaso (ουσ αρσ )
peggio (ουσ αρσ )
peggio (επίθ.)
peggio (επίρ.)
peggioramento (ουσ αρσ )
peggiorare (ρ.αμτβ.)
peggiorare (ρ. μτβ.)
peggiorativo (ουσ αρσ )
peggiorativo (επίθ.)
peggiore (ουσ αρσ )
peggiore (επίθ.)
pegno (ουσ αρσ )
pegola (θηλ.ουσ)
peignoir (ουσ αρσ )
pelagico (επίθ.)
pelago (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---