Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedùncolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈdunkolo]

1 σκέλος
2 ποδίσκος
3 μίσχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peduncolato peeling  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedone (ουσ αρσ )
peduccio (ουσ αρσ )
pedule (ουσ αρσ )
peduncolare (επίθ.)
peduncolato (επίθ.)
peduncolo (ουσ αρσ )
peeling (ουσ αρσ )
pegaseo (επίθ.)
pegaso (ουσ αρσ )
peggio (ουσ αρσ )
peggio (επίθ.)
peggio (επίρ.)
peggioramento (ουσ αρσ )
peggiorare (ρ.αμτβ.)
peggiorare (ρ. μτβ.)
peggiorativo (ουσ αρσ )
peggiorativo (επίθ.)
peggiore (ουσ αρσ )
peggiore (επίθ.)
pegno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---