Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdo]

1 αγκλίτσα
2 ποιμαντορική ράβδος
3 γκλίτσα
4 μαγκούρα
5 στραβολέκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedivella pedocentrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedinamento (ουσ αρσ )
pedinare (ρ. μτβ.)
pedissequamente (επίρ.)
pedissequo (αρσ. επίθ και ουσ)
pedivella (θηλ.ουσ)
pedo (ουσ αρσ )
pedocentrico (επίθ.)
pedofilia (θηλ.ουσ)
pedologia (θηλ.ουσ)
pedometro (ουσ αρσ )
pedonale (επίθ.)
pedonalizzare (ρ. μτβ.)
pedonalizzazione (θηλ.ουσ)
pedone (ουσ αρσ )
peduccio (ουσ αρσ )
pedule (ουσ αρσ )
peduncolare (επίθ.)
peduncolato (επίθ.)
peduncolo (ουσ αρσ )
peeling (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---