Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpèdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdo] 1 αγκλίτσα 2 ποιμαντορική ράβδος 3 γκλίτσα 4 μαγκούρα 5 στραβολέκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |