Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedonalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pedonaliddzatˈtsjone]

πεζοδρόμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedonalizzare pedone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedofilia (θηλ.ουσ)
pedologia (θηλ.ουσ)
pedometro (ουσ αρσ )
pedonale (επίθ.)
pedonalizzare (ρ. μτβ.)
pedonalizzazione (θηλ.ουσ)
pedone (ουσ αρσ )
peduccio (ουσ αρσ )
pedule (ουσ αρσ )
peduncolare (επίθ.)
peduncolato (επίθ.)
peduncolo (ουσ αρσ )
peeling (ουσ αρσ )
pegaseo (επίθ.)
pegaso (ουσ αρσ )
peggio (ουσ αρσ )
peggio (επίθ.)
peggio (επίρ.)
peggioramento (ουσ αρσ )
peggiorare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---