Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈdɔmetro]

βηματόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedologia pedonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedivella (θηλ.ουσ)
pedo (ουσ αρσ )
pedocentrico (επίθ.)
pedofilia (θηλ.ουσ)
pedologia (θηλ.ουσ)
pedometro (ουσ αρσ )
pedonale (επίθ.)
pedonalizzare (ρ. μτβ.)
pedonalizzazione (θηλ.ουσ)
pedone (ουσ αρσ )
peduccio (ουσ αρσ )
pedule (ουσ αρσ )
peduncolare (επίθ.)
peduncolato (επίθ.)
peduncolo (ουσ αρσ )
peeling (ουσ αρσ )
pegaseo (επίθ.)
pegaso (ουσ αρσ )
peggio (ουσ αρσ )
peggio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---