Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedìssequo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈdissekwo]

1 ραγιάδικος
2 ταπεινωτικός
3 πιστός (για μετάφραση)
4 δουλικός
5 δουλοπρεπής
6 εθελόδουλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedissequamente pedivella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pediluvio (ουσ αρσ )
pedina (θηλ.ουσ)
pedinamento (ουσ αρσ )
pedinare (ρ. μτβ.)
pedissequamente (επίρ.)
pedissequo (αρσ. επίθ και ουσ)
pedivella (θηλ.ουσ)
pedo (ουσ αρσ )
pedocentrico (επίθ.)
pedofilia (θηλ.ουσ)
pedologia (θηλ.ουσ)
pedometro (ουσ αρσ )
pedonale (επίθ.)
pedonalizzare (ρ. μτβ.)
pedonalizzazione (θηλ.ουσ)
pedone (ουσ αρσ )
peduccio (ουσ αρσ )
pedule (ουσ αρσ )
peduncolare (επίθ.)
peduncolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---