Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedàle (ουσ αρσ ) pediculòsi (θηλ.ουσ)
pedaleggiàre (ρ.αμτβ.) pedicùre (θηλ.ουσ)
pedalièra (θηλ.ουσ) pedicurìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pedalìna (θηλ.ουσ) pedigree (ουσ αρσ )
pedalìno (ουσ αρσ ) pedilùvio (ουσ αρσ )
pedalò (ουσ αρσ ) pedìna (θηλ.ουσ)
pedàna (θηλ.ουσ) pedinaménto (ουσ αρσ )
pedànte (ουσ αρσ και θηλ.) pedinàre (ρ. μτβ.)
pedànte (επίθ.) pedissequaménte (επίρ.)
pedanteggiàre (ρ.αμτβ.) pedìssequo (αρσ. επίθ και ουσ)
pedanteménte (επίρ.) pedivèlla (θηλ.ουσ)
pedanterìa (θηλ.ουσ) pèdo (ουσ αρσ )
pedantésco (αρσ. επίθ και ουσ) pedocèntrico (επίθ.)
pedàta (θηλ.ουσ) pedofilìa (θηλ.ουσ)
pedemontàno (επίθ.) pedologìa (θηλ.ουσ)
pederàsta (ουσ αρσ ) pedòmetro (ουσ αρσ )
pederastìa (θηλ.ουσ) pedonàle (επίθ.)
pedèstre (επίθ.) pedonalizzàre (ρ. μτβ.)
pedestreménte (επίρ.) pedonalizzazióne (θηλ.ουσ)
pediàtra (ουσ αρσ και θηλ.) pedóne (ουσ αρσ )
pediatrìa (θηλ.ουσ) pedùccio (ουσ αρσ )
pediàtrico (επίθ.) pedùle, pèdule (ουσ αρσ )
pedicellàto (επίθ.) peduncolàre (επίθ.)
pedicèllo (ουσ αρσ ) peduncolàto (επίθ.)
pedicolàre (θηλ. επίθ και ουσ) pedùncolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: