Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peˈdante]

1 ψείρας
2 μικρολόγος
3 λεπτολόγος
4 ψιψίρης
5 σοφολογιότατος
6 λογιότατος

pedànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [peˈdante]

1 μικρολόγος
2 στενοκέφαλος
3 τυπολάτρης
4 σχολαστικός
5 δασκαλικός
6 δασκαλίστικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedana pedanteggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedaliera (θηλ.ουσ)
pedalina (θηλ.ουσ)
pedalino (ουσ αρσ )
pedalò (ουσ αρσ )
pedana (θηλ.ουσ)
pedante (ουσ αρσ και θηλ.)
pedante (επίθ.)
pedanteggiare (ρ.αμτβ.)
pedantemente (επίρ.)
pedanteria (θηλ.ουσ)
pedantesco (αρσ. επίθ και ουσ)
pedata (θηλ.ουσ)
pedemontano (επίθ.)
pederasta (ουσ αρσ )
pederastia (θηλ.ουσ)
pedestre (επίθ.)
pedestremente (επίρ.)
pediatra (ουσ αρσ και θηλ.)
pediatria (θηλ.ουσ)
pediatrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---