Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pederàsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pedeˈrasta]

παιδεραστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedemontano pederastia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedantemente (επίρ.)
pedanteria (θηλ.ουσ)
pedantesco (αρσ. επίθ και ουσ)
pedata (θηλ.ουσ)
pedemontano (επίθ.)
pederasta (ουσ αρσ )
pederastia (θηλ.ουσ)
pedestre (επίθ.)
pedestremente (επίρ.)
pediatra (ουσ αρσ και θηλ.)
pediatria (θηλ.ουσ)
pediatrico (επίθ.)
pedicellato (επίθ.)
pedicello (ουσ αρσ )
pedicolare (θηλ. επίθ και ουσ)
pediculosi (θηλ.ουσ)
pedicure (θηλ.ουσ)
pedicurista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedigree (ουσ αρσ )
pediluvio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---