Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpedicèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pediˈʧɛllo] 1 μίσχος άνθους 2 κοτσάνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |