Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedicèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pediˈʧɛllo]

1 μίσχος άνθους
2 κοτσάνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedicellato pedicolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedestremente (επίρ.)
pediatra (ουσ αρσ και θηλ.)
pediatria (θηλ.ουσ)
pediatrico (επίθ.)
pedicellato (επίθ.)
pedicello (ουσ αρσ )
pedicolare (θηλ. επίθ και ουσ)
pediculosi (θηλ.ουσ)
pedicure (θηλ.ουσ)
pedicurista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedigree (ουσ αρσ )
pediluvio (ουσ αρσ )
pedina (θηλ.ουσ)
pedinamento (ουσ αρσ )
pedinare (ρ. μτβ.)
pedissequamente (επίρ.)
pedissequo (αρσ. επίθ και ουσ)
pedivella (θηλ.ουσ)
pedo (ουσ αρσ )
pedocentrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---