Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedicurìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pedikuˈrista]

αυτός που περιποιείται τα πόδια (πεντικιούρ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedicure pedigree  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedicellato (επίθ.)
pedicello (ουσ αρσ )
pedicolare (θηλ. επίθ και ουσ)
pediculosi (θηλ.ουσ)
pedicure (θηλ.ουσ)
pedicurista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedigree (ουσ αρσ )
pediluvio (ουσ αρσ )
pedina (θηλ.ουσ)
pedinamento (ουσ αρσ )
pedinare (ρ. μτβ.)
pedissequamente (επίρ.)
pedissequo (αρσ. επίθ και ουσ)
pedivella (θηλ.ουσ)
pedo (ουσ αρσ )
pedocentrico (επίθ.)
pedofilia (θηλ.ουσ)
pedologia (θηλ.ουσ)
pedometro (ουσ αρσ )
pedonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---