Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpedicolàre
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [pedikoˈlare] 1 ψειριασμένος 2 ψειριάρικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |