ItalianoGreco


pedantésco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pedanˈtesko]

1 μικρολόγος
2 στενοκέφαλος
3 τυπολάτρης
4 λογιότατος
5 σχολαστικός
6 δασκαλικός
7 δασκαλίστικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---