Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedalìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pedaˈlina]

πλάκα πιεστηρίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedaliera pedalino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedalata (θηλ.ουσ)
pedalatore (ουσ αρσ )
pedale (ουσ αρσ )
pedaleggiare (ρ.αμτβ.)
pedaliera (θηλ.ουσ)
pedalina (θηλ.ουσ)
pedalino (ουσ αρσ )
pedalò (ουσ αρσ )
pedana (θηλ.ουσ)
pedante (ουσ αρσ και θηλ.)
pedante (επίθ.)
pedanteggiare (ρ.αμτβ.)
pedantemente (επίρ.)
pedanteria (θηλ.ουσ)
pedantesco (αρσ. επίθ και ουσ)
pedata (θηλ.ουσ)
pedemontano (επίθ.)
pederasta (ουσ αρσ )
pederastia (θηλ.ουσ)
pedestre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---