Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pedalièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pedaˈljɛra]

1 πεντάλια στροφής αεροσκάφους
2 πεντάλια πηδαλίου ελέγχου στροφής αεροσκάφους
3 πληκτρολόγιο οργάνου με πεντάλια
4 πεντάλια
5 πενταλιέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pedaleggiare pedalina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pedalare (ρ.αμτβ.)
pedalata (θηλ.ουσ)
pedalatore (ουσ αρσ )
pedale (ουσ αρσ )
pedaleggiare (ρ.αμτβ.)
pedaliera (θηλ.ουσ)
pedalina (θηλ.ουσ)
pedalino (ουσ αρσ )
pedalò (ουσ αρσ )
pedana (θηλ.ουσ)
pedante (ουσ αρσ και θηλ.)
pedante (επίθ.)
pedanteggiare (ρ.αμτβ.)
pedantemente (επίρ.)
pedanteria (θηλ.ουσ)
pedantesco (αρσ. επίθ και ουσ)
pedata (θηλ.ουσ)
pedemontano (επίθ.)
pederasta (ουσ αρσ )
pederastia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---