Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operànte (επίθ.) opinàbile (αρσ. επίθ και ουσ)
operàre (ρ.αμτβ.) opinàre (ρ. μτβ.)
operàre (ρ. μτβ.) opinióne (θηλ.ουσ)
operarsi (ρ.μ. (αντων.)) opistòtono (ουσ αρσ )
operatività (θηλ.ουσ) ópla, oplà (επιφ.)
operatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) oplìta (ουσ αρσ )
operàto (ουσ αρσ ) oplìte (ουσ αρσ )
operàto (επίθ.) opopònaco (ουσ αρσ )
operatóre (ουσ αρσ ) opòssum (ουσ αρσ )
operatóre (επίθ.) opoterapìa (θηλ.ουσ)
operatòrio (επίθ.) oppiàceo (επίθ.)
operazionàle (επίθ.) oppiàre (ρ. μτβ.)
operazióne (θηλ.ουσ) oppiàto (ουσ αρσ )
opercolàto (αρσ. επίθ και ουσ) oppiàto (επίθ.)
opèrcolo (ουσ αρσ ) òppio (ουσ αρσ )
operétta (θηλ.ουσ) oppiòmane (ουσ αρσ και θηλ.)
operettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) oppiòmane (επίθ.)
operettìstico (επίθ.) oppiomanìa (θηλ.ουσ)
operìsta (ουσ αρσ και θηλ.) opponènte (ουσ αρσ και θηλ.)
operìstico (επίθ.) opponènte (επίθ.)
operosaménte (επίρ.) opponìbile (επίθ.)
operosità (θηλ.ουσ) oppórre (ρ. μτβ.)
operóso (επίθ.) oppórsi (ρ. μ. αμτβ.)
opifìcio (ουσ αρσ ) opportunaménte (επίρ.)
opìmo (επίθ.) opportunìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: